Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσποιητός
- απόδοση: που δεν εκφράζει πραγματικές προθέσεις
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το χαμόγελό του δεν είναι αληθινό αλλά ολότελα προσποιητό