Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πεπατημένη
- απόδοση: ο συνήθης τρόπος του να ενεργείς
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν ακολουθούσε την λ ως φύσει νομοταγής πολίτης
κινείται στη ζωή προτιμώντας την λ
συντηρητικών αντιλήψεων άτομο που ακολουθεί την λ οδό & μόνον