Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρωπιδικός
- απόδοση: ο φέρων παρωπίδες πνευματικές περιορίζουσες το πεδίο σκέψεως / ο έχων δογματικές απόψεις
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
σε κάθε συζήτηση δυσκολεύει την εξέλιξή της ως φύσει παρωπιδικό άτομο