Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρουσία
- απόδοση: το να βρίσκεται κάποιος μία δεδομένη στιγμή σε ένα συγκεκριμένο τόπο / η κατά την Αγία Γραφή Δευτέρα Παρουσία
- αντίθετο: απουσία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
γελοιοποιήθηκε παρουσία κόσμου
επιβλήθηκε δια της παρουσίας του
√ απόδοση: προκειμένου για άτομο με ισχυρή προσωπικότητα
η Αστυνομία αποφάσισε την αισθητή παρουσία της στο κέντρο της πόλεως
η υπόθεση συζητήθηκε παρουσία ακροατηρίου > κοινού
μας επέβαλλε την παρουσία του
√ απόδοση: προκειμένου για πρόσωπο που δεν είναι προσκεκλημένο ή αρεστό
τον ράπισε παρουσία τρίτων
η παρουσία του…
λ δεν συγκίνησε κανένα από τους παρευρισκόμενους
λ πέρασε απαρατήρητη
λ υπήρξε καταλυτική επί των εξελίξεων