Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρατηρητής
- απόδοση: που παρακολουθεί εξετάζοντας προσεκτικά κάτι / που δεν συμμετέχει ενεργά αλλά ως θεατής / που παρακολουθεί κατ’ εντολήν κάποιου διαδικασία ή δραστηριότητα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίσκεται από έτους στην Κύπρο ως λ του ΟΗΕ
παρακολουθεί την παράδοση μαθημάτων στην φιλοσοφική σχολή ως λ
παρευρίσκεται ως ουδέτερος λ των διαπραγματεύσεων