Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρατεταμένος
- απόδοση: που διαρκεί πέραν του αναμενόμενου χρόνου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κουράζει με την παρατεταμένη φλυαρία που εκφράζει
μας εξάντλησε η παρατεταμένη ορθοστασία
ο παρατεταμένος ήχος προκάλεσε εκνευρισμό στους περίοικους
υπέστη το μαρτύριο της παρατεταμένης παραμονής στον ήλιο
υφιστάμεθα παρατεταμένη κατάσταση κόπωσης