Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραίτηση
- απόδοση: εκούσια αποχώρηση από κατέχουσα θέση ή αξίωμα / εγκατάλειψη δικαιωμάτων απαιτήσεων διεκδικήσεων προσπαθειών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εξαναγκάσθηκε σε λ η Κυβέρνηση υπό την καθολική πίεση
κατέληξε σε λ από την ζωή
ο πρωθυπουργός ζήτησε την λ του υπουργικού συμβουλίου
ο Υπουργός ζήτησε την λ των εμπλεκομένων
προδομένος από τους συνεργάτες του οδηγήθηκε σε λ
υποχρεώθηκε σε λ την οποία & υπέβαλε γραπτώς