Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παθητικός
- απόδοση: ο αποδεχόμενος κατάσταση ή ενέργεια εκφράζοντας αδράνεια για την μεταβολή αυτής / που τηρεί μη ενεργητική στάση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επέδειξε παθητική στάση
παραμένει παθητικός θεατής των καταστάσεων
προέβαλε παθητική αντίσταση
φημολογείται ό,τι επέλεξε στάση παθητικού ομοφυλόφιλου