Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όχληση
- απόδοση: ενόχληση / ρύπανση ή μόλυνση του περιβάλλοντος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η εν λόγω επιχείρηση ανήκει στις βιομηχανίες βαριάς οχλήσεως
περιοχή με υψηλή όχληση εξ αιτίας της παρουσίας πλήθους βιοτεχνιών