Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ξυλοδαρμός
- απόδοση: τα από πρόθεση απανωτά κτυπήματα στο σώμα ή την κεφαλή που δέχεται κάποιος από επιτιθέμενο εις βάρος του
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδέχθη άγριο ξυλοδαρμό με ισχυρά γρονθοκοπήματα που έπεσαν βροχηδόν