Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεωτεριστικός
- απόδοση: που υιοθετεί νέες αντιλήψεις & μεθόδους
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως βουλευτής εισήγαγε πλήθος νεωτεριστικών προτάσεων για την διοίκηση της χώρας