Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεοφοβικός
- απόδοση: που αισθάνεται φόβο αμηχανία & άβολα σε κάθε τι το καινούργιο στη ζωή
- συγγενές: νεοφοβία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’