Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μνησίκακος
- απόδοση: που δεν ξεχνάει το κακό που του έκαναν & επιδιώκει να το ανταποδώσει
- αντίθετο: αμνησίκακος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’