Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άνδρας
- απόδοση: ο αρσενικού γένους / ο γενναίος / το παλληκάρι
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ αρρενωπός
λ γερασμένος προώρως
λ ευήλιξ κατά το παράστημα
λ θηλυπρεπούς παρουσιαστικού
λ λεπτοφυών χαρακτηριστικών
λ με ομολογουμένως εντυπωσιακό σωματότυπο
λ ολίγον φαλακρός
λ σωματώδους εμφανίσεως
λ ψαρομάλλης
λ ωραιοπαθής