Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεγαλομανία
- απόδοση: το να ασχολείται κάποιος με πράγματα ανώτερα των δυνάμεών του / η έντονη επιθυμία δόξας & δύναμης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο εμφορούμενο από τάσεις μεγαλομανίας