Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιμνάζων
- απόδοση: που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας ακινησίας ή σε ενοχλητική στασιμότητα
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκ χαρακτήρος διώκει & επιλύει δυναμικά τα λιμνάζοντα θέματα
πρέπει να διευθετηθούν τα λιμνάζοντα προβλήματα
το άλογο αποφεύγει τα λιμνάζοντα ύδατα
του προκάλεσε ευφορία η απαλλαγή από λιμνάζουσα υπόθεση