Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λησμονιά
- απόδοση: η λήθη / το να ξεχνάει κάποιος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επέλεξε τον κόσμο της λησμονιάς πίνοντας το κρασάκι του