Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαοπλάνος
- απόδοση: που παρασύρει τον λαό με τις διαθέτουσες ικανότητές του & τα χαρίσματα που τον διακρίνουν
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως μέγας λαοπλάνος χρησιμοποιεί κατά κόρον ουτοπιστικά συνθήματα