Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαθροχειρία
- απόδοση: η κλοπή / η υπεξαίρεση / η παράτυπη επέμβαση στοχεύουσα σε μεταβολή κατάστασης προς όφελος κάποιου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίδεται σε πράξεις λαθροχειρίας με ταχυδακτυλουργικό τρόπο