Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κυρίαρχος
- απόδοση: που επικρατεί ως ισχυρότερος ή σημαντικότερος / ο καθοριστικός των εξελίξεων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί την κυρίαρχη τάση > σκέψη > γνώμη > άποψη
εξελίχθηκε ως το κυρίαρχο πρόσωπο του κομματικού μηχανισμού
καταπιέζει την κυρίαρχη επιθυμία του