Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρύφιος
- απόδοση: κρυφός / μυστικός
- γένη: -ος -α -
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η προκύπτουσα εικόνα της νεαράς οφείλεται σε κρύφια ικανότητα των ελαττωμάτων της & όχι σε εκ μέρους μας πρόθεση καλλιεργούμενης ωραιοποίησης του ατόμου της