Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρότος
- απόδοση: ξερός ήχος συνήθως δυνατός με σύντομη διάρκεια
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιτέλους το έντερον κινήθηκε μετά κρότου