Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κουραδομηχανή
- απόδοση: μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανίκανο άχρηστο ή αναποτελεσματικό ικανό εις το να καταναλώνει τροφή & να παράγει ευμεγέθη κουράδια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται περί ηλιθίου & τυπική περίπτωση κουραδομηχανής