Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναλλοίωτος
- απόδοση: αμετάβλητος ως προς τα χαρακτηριστικά ή τη φύση του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το πατρικό της Πάτμου παρέμεινε αναλλοίωτο από το πέρασμα του χρόνου