Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταχρηστικός
- απόδοση: ο υπερβαίνων τα ανεκτά όρια / που γίνεται ή λέγεται κατ΄ εξαίρεση του συνηθισμένου
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολούθησε καταχρηστική εφαρμογή του νόμου
απέδωσε με καταχρηστική ερμηνεία την έννοια της λέξεως
το δικαστήριο απεφάνθη πως πρόκειται για καταχρηστική απεργία