Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταναλωτικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την κατανάλωση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο στερούμενο παντελώς καταναλωτικής συνείδησης
η αγορά είναι πλήρης διαθέτουσα πλήθος καταναλωτικών αγαθών
στις μέρες μας χρησιμοποιούν την γυναίκα ως καταναλωτικό είδος
την διακατέχει καταναλωτική μανία με κάθε τι που την ωραιοποιεί ως γυναίκα
το προϊόν δεν βρήκε ανταπόκριση από το καταναλωτικό κοινό
ως λ τύπος αγοράζει έως & ασκόπως ποικίλα αγαθά