Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καρεκλοκένταυρος
- απόδοση: ειρωνικός χαρακτηρισμός για ανώτερο στέλεχος που δύσκολα απομακρύνεται από την κατέχουσα θέση του
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’