Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθοδηγούμενος
- απόδοση: που δεν ενεργεί αυτοβούλως αλλά δεχόμενος καθοδήγηση από έτερον
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τελεί λ υπό της δεσποτικής συζύγου