Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ικανότητα
- απόδοση: ιδιότητα από χαρακτήρος ή εκ φύσεως που πετυχαίνει σκοπό ή στόχο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει την ικανότητα να φέρει σε αίσιο τέλος κάθε αποστολή
επέδειξε ως υπουργός εξωτερικών υψηλότατη διαπραγματευτική λ