Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαλυτικός
- απόδοση: που έχει την ικανότητα διάλυσης ουσίας ή ενός υλικού σώματος / που επιδιώκει τη διάσπαση συνόλου ή ομάδας ατόμων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί διαλυτική στάση στην όλη υπόθεση
δια της συμπεριφοράς του κινείται κατά τρόπο διαλυτικό υποσκάπτοντας την μεταξύ τους φιλία