Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θηρευτής
- απόδοση: ο κυνηγός / αυτός που θηρεύει / είδος που τρέφεται με κάποιο άλλο είδος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η αγέλη θηρευτών δρα καταλυτικά προσφέρουσα την απαραίτητη εκκαθάριση της βαλλόμενης ομάδας εκ των ασθενικών στοιχείων
πληροφορούμαι πως συντροφεύει συμπαθή κυρία συμπεριφερόμενος επ' αυτής ως λ ηδονών