Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεληματικός
- απόδοση: που δια των πράξεων εκδηλώνει ισχυρή θέληση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στο πρόσωπό του κυριαρχεί το θεληματικό πηγούνι
√ συγγενές: θεληματικός πώγων
τόσο λ που αναγεννήθηκε εκ της τέφρας του