Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηττημένος
- απόδοση: ο καταβαλλόμενος από αντίπαλο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο όχλος καθύβριζε τους ηττημένους στρατιώτες