Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηρωικός
- απόδοση: που έχει το θάρρος την τόλμη & τη γενναιότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διετέλεσε ηθοποιός την ηρωική εποχή του κινηματογράφου
έλαβε ομολογουμένως λαμπρή & ηρωική απόφαση
θαυμάζει τους ηρωικούς μαχητές του Μεσολογγίου
πορεύεται με ηρωικό τρόπο
πρόκειται για ηρωική προσπάθεια
υπήρξαν ηρωικά χρόνια