Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ζηλωτής
- απόδοση: ένθερμος θαυμαστής κάποιας ιδέας / μιμητής / υποστηρικτής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
σύμφωνα με πληροφορίες υπήρξε λ του Τεκτονισμού