Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εφησυχαστικός
- απόδοση: που καλλιεργεί εφησυχασμό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δυστυχώς αγαπητοί μου τα λόγια του ήταν καθ΄ όλα εφησυχαστικά