Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευνουχισμένος
- απόδοση: ο με αφαιρεμένους ή κατεστραμμένους τους γεννητικούς αδένες / που του έχουν αφαιρέσει ή εκμηδενίσει τον απαιτούμενο δυναμισμό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το περιβάλλον τον κατέστησε άτομο με ευνουχισμένη σκέψη