Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: ο τελευταίος / ο μακρινός / ο χειρότερος / ο ευρισκόμενος σε κατώτερη ή σε μειονεκτική θέση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αυτό αποτελεί τον έσχατο λόγο μου
βρέθηκε σε έσχατη πενία > ανάγκη > απελπισία > κατάπτωση
βρέθηκε στο έσχατο άκρο της χώρας
εκλήθησαν οι έσχατες εφεδρείες
έλαβε την εσχάτη των ποινών
εξαντλήθηκε το έσχατο όριο της υπομονής
έχει κατέλθει στα όρια της έσχατης εξαχρείωσης
θα αγωνισθούμε μέχρι εσχάτων
μη δυνάμενοι περαιτέρω πιέσεις αποτελεί έσχατη λύση
πορεύεται έχοντας τη γεύση της έσχατης απελπισίας στα χείλη του
τουφεκίσθηκε κατά την απελευθέρωση δια εσχάτη προδοσία
ως παλαιός πελάτης απαίτησε την έσχατη τιμή