Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εριστικός
- απόδοση: που αγαπά τις έριδες & τις φιλονικίες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από τη φύση του εριστικό στοιχείο
έκανε την εμφάνισή του στην ομήγυρη με εριστικό ύφος
κακός στην παρέα & λ εκ συστήματος