Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επονείδιστος
- απόδοση: που προκαλεί όνειδος / που ντροπιάζει ή γελοιοποιεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επονείδιστη η στάση του > η συμπεριφορά του
ευρέθη σε ανάγκη & δέχθηκε επονείδιστους όρους