Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιρρεπής
- απόδοση: που ρέπει συνήθως σε κάτι κακό
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο επιρρεπές στην χαρτοπαιξία μη αναλογιζόμενο τις συνέπειες της "ατυχούς συγκυρίας"
επιρρεπής…
λ σε κακουργηματικές ενέργειες
λ στην ασάφεια του εκφράζεσθαι
λ στην παχυσαρκία
λ στην υποσχεσιολογία
λ στο ψέμα