Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιβαλλόμενος
- απόδοση: για κάποιον δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο / που καθίσταται αναγκαίος ή & απαραίτητος / που φέρεται ηγετικώς
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κοινή γνώμη δεν εδέχθη την επιβαλλόμενη πολιτική