Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξεζητημένος
- απόδοση: συμπεριφορά ή πράξη χαρακτηριζόμενη από υπερβολική φροντίδα προς το τέλειο & το ασυνήθιστο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εμφανίσθηκε με εξεζητημένο ένδυμα & προσεγμένη κόμμωση
υπήρξε φίνα & ντελικάτη γυναίκα με εξεζητημένο φέρσιμο & ομολογουμένως σπάνιο αριστοκρατικό παρουσιαστικό