Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενοχλητικός
- απόδοση: που ενοχλεί με τη συμπεριφορά & τις πράξεις
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί ενοχλητική παρουσία
προκαλεί ενοχλητικό ήχο σε ακατάλληλη ώρα
στο χώρο παρατηρείται ενοχλητική κακοσμία
το βρίσκω λίαν ενοχλητικό