Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενθυλάκωση
- απόδοση: που έβαλε ξένο πράγμα στην τσέπη / που το έκλεψε
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίδεται σε λ ποσών προερχόμενων από αεριτζίδικες δουλειές