Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκτραχηλισμένος
- απόδοση: που εκτρέπεται σε ανάρμοστη συμπεριφορά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το κλίμα είναι εκτραχηλισμένο με τη βία να θεριεύει