Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έκλυτος
- απόδοση: που δεν υπόκειται σε περιορισμούς των αποδεκτών αντιλήψεων περί ηθών / ο ρέπων προς υλικές & γενετήσιες απολαύσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από ετών & παρά τις παραινέσεις του περιβάλλοντος ακολουθεί έκλυτο βίο
ρέπει εκ φύσεως σε έκλυτα ήθη
ως άτομο ανέκαθεν διάγει έκλυτη ζωή