Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εθιμοτυπία
- απόδοση: συμπεριφορά σύμφωνη με κόσμιους & ευπρεπείς κανόνες καθιερωμένη κατά τις επίσημες εκδηλώσεις ενός κράτους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διευθύνει από τριετίας την διεύθυνση εθιμοτυπίας του Βατικανού
την υπόθεση χειρίσθηκε ο επί της εθιμοτυπίας της Προεδρίας της Δημοκρατίας