Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εγκάθετος
- απόδοση: που με εντολή άλλων παρευρίσκεται σε συνάθροιση ατόμων προβαίνων σκοπίμως σε εκδηλώσεις βίας ή αποδοκιμασίας
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι φωνασκίες & οι απρέπειες των εγκάθετων δεν πτόησαν τον ομιλητή