Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δωσίλογος
- απόδοση: ο υπόλογος των πράξεών του / ο επί κατοχής μετά των Γερμανών συνεργαζόμενος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επί γερμανικής κατοχής διέπρεψε ως λ με την απελευθέρωση δε της πατρίδος χάθηκε από προσώπου γης